- ζωΐζω
- ζωΐζω (Μ) [ζωή]ζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοζωίζω — 1. ζω άθλια ζωή, είτε από φτώχεια είτε από άλλες περιστάσεις, κακοζώ* 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοζωισμένος, ή, ο αυτός που ζει ή έχει ζήσει άθλια και φτωχά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ζωίζω (< ζωή)] … Dictionary of Greek
καλοζωισμένος — και καλοζώητος, η, ο αυτός που περνά καλή και άνετη ζωή, αυτός που ζει ή έζησε με ευμάρεια, καλοπερασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + (< επίρρ. καλά) + ζωισμένος (< ζωίζω)] … Dictionary of Greek